περιγητηλίκι,
το, ουσ. [από το
περιηγούμαι], άσκοπη περιδιάβαση, το σεργιάνι, το χάζεμα: «απ’ τη μέρα που του
’πεσε το λαχείο, είναι όλο περιγητηλίκι». Το η του ρ. ηγούμαι απαλείφεται για
ευκολότερη προφορά·
- το
ρίχνω στο περιγητηλίκι, σεργιανίζω άσκοπα εδώ κι εκεί, τριγυρίζω άσκοπα:
«απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε μια πλούσια γυναίκα, το ’ριξε στο περιγητηλίκι».